- εγερσίνοος
- ἐγερσίνοος, -ον (Α)αυτός που διεγείρει τον νου ή τη διάνοια.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐγερσινόοιο — ἐγερσίνοος soul stirring masc/fem/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγερσινόοισι — ἐγερσίνοος soul stirring masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγερσινόων — ἐγερσίνοος soul stirring masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγερσινόῳ — ἐγερσίνοος soul stirring masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νους — ο (ΑΜ νοῡς, Α και ασυναίρ. τ. νόος) 1. η ικανότητα τού νοείν, σε αντιδιαστολή προς το αισθάνεσθαι, η δύναμη που χαρακτηρίζει τον άνθρωπο να σκέφτεται λογικά, το σύνολο τών λειτουργιών τού ανθρώπινου εγκεφάλου, νόηση, διάνοια («τυφλὸς τὰ τ ὦτα τόν … Dictionary of Greek